ανόα

ανόα
(anoa). Γένος αρτιοδακτύλων καστανόξανθων θηλαστικών της οικογένειας των βοοειδών. Ζουν στα νησιά της Ινδονησίας. Μοιάζουν με μικρά βουβάλια και έχουν ύψος περίπου 1 μ. Στο κεφάλι έχουν κέρατα που κατευθύνονται προς τα πίσω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Κελέβη ή Σουλαουέσι — (Celebes ή Sulawesi). Νησί (191.671 τ. χλμ., 14.946.488 κάτ. το 2000) της ανατολικής Ινδονησίας, ένα από τα μεγαλύτερα του Μαλαϊκού αρχιπελάγους. Βρίσκεται Α της Βόρνεο (από την οποία χωρίζεται με το στενό Μακάσαρ) και Δ των Μολούκων. Πρωτεύουσά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”